Love Or Obsession #2

Get Flash player to view this content

Turn your speakers on

Παραλία. Ήλιος. Σύννεφα. Τα μάτια σου. Μουσική. Κορμιά που χορεύουν. Η φωνή σου. Ψωμί που κόβεται με μαχαίρι. Αέρας που μυρίζει αγιόκλημα. Το στήθος σου.
Ήταν όμορφη και νέα και αληθινή και έφυγε και έγινε σύννεφο και έγινε πουλί και πέταξε από πάνω μας.
Άνοιξε τις μεγάλες φτερούγες της, άνοιξε τα μάτια της για να δει από πάνω, το κάτω ήταν λίγο για κείνη. Υπάρχεις και αυτό κάνει το κάτω πιο αληθινό για μένα. Και εκείνη είχε κάποιον που της το έκανε πιο αληθινό. Όμως είχε μεγάλη φόρα. Δεν πρόσεξε γιατί ήταν σίγουρη. Σίγουρη για την ύπαρξή της, ενώ αυτό δεν γίνεται. Όλα είναι ρευστά. Όλα αλλάζουν. Και όποιος το πιστεύει ζει. Εκείνη έζησε έντονα επειδή καταλάβαινε τη ρευστότητα, δεν την είχε δεχτεί, γι’ αυτό πέθανε παράλογα. Εκτοξεύτηκε σαν πυροτέχνημα. Η ανάσα σου που ποτέ δεν έχω νιώσει στο κορμί μου.
Κλαίω και αποχαιρετώ. Αποχαιρετώ τη δική της φωνή, τα δικά της μάτια, το δικό της λόγο. Ίσως κάθε φορά που έρχομαι σε σένα να σε χαιρετώ.
Ετοιμάζομαι συνέχεια για το αντίο. Κανείς δεν με προετοίμασε για το αντίο σε εκείνη.
Δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο.
Θέλω να αγγίξω το κορμί σου.
Θέλω να ζήσω πριν πεθάνω.
Δεν θέλω να πεθάνω πριν να ζήσω.
Απέραντο το γαλάζιο της θάλασσας. Οι μουριές. Τα αγόρια και τα κορίτσια που περπατάνε αμέριμνα στις πλατείες. Η αγκαλιά. Το φως που πέφτει μέσα στην θάλασσα. Η κοιλιά που είναι κυκλικά και αγκαλιάζει. Τα χέρια σου. Το χέρι σου πάνω στο στήθος μου, το χέρι μου πάνω στο δικό σου. Πόσο άδικα έφυγε. Πόσο σκληρό αυτό το αντίο. Γυμνά βουνά. Γκρεμοί. Αετός που πετάει ψηλά και ακόμα πιο ψηλά τόσο που κανείς δεν τον φτάνει. Πλατείες με παιδάκια που φωνάζουν και γελάνε και τρέχουν και κάνουν ποδήλατο. Και καράβια που σκίζουν τη θάλασσα στα δύο. Η καρδιά μου σκίστηκε και την έβαλε μέσα και εκείνη και εσένα και σας φυλάει και τίποτα δεν μπορεί να σας πάρει από την καρδιά μου. Γιατί είναι αδύνατο να φύγετε όπου και αν πάτε. Σας κουβαλάω μέσα. Μνήμες. Η μνήμη μας κρατάει ζωντανούς. Κανείς δεν θα σκοτώσει την μνήμη μου. Δεν θέλω ποτέ να ξεχάσω ανθρώπους που λατρεύω και ας τους πω αντίο. Και ας είμαι υποχρεωμένη να τους πω αντίο. Θέλω να αντέξω τον πόνο προκειμένου να θυμηθώ τα πάντα που έζησα, όλα αυτά που ένιωσα από την παρουσία της. Μια λευκή πεταλούδα πετάει στον αέρα και στροβιλίζεται, στροβιλίζεται, στροβιλίζεται. Ήταν γλυκιά, ήταν ζωντανή, ήταν μάνα. Έφυγε. Πάει. Άραγε πού; Για πού πήρε τους δρόμους; Γιατί πάντα έπαιρνε τους δρόμους με την τσάντα της, την γεμάτη πάντα με πράγματα. Άσπρα μαλλιά δεν πρόλαβε να έχει. Δεν πρόλαβε να εξαντληθεί. Σαν να κοιμηθείς χωρίς να νυστάξεις. Άραγε πώς να στέκεσαι ποια στάση να παίρνει το σώμα σου πριν να κοιμηθείς. Χωριά, χωριά, χωριά. Χιλιάδες χωριά. Άνθρωποι, ζωή, πλούτος, θάνατος που βεβαιώνει την αλήθεια τους. Την ανάγκη τους να ζήσουν κι ας φοβούνται, Καμπάνες που ηχούνε δυνατά μέσα μου με κάνουν να ακούω τους ήχους της ψυχής. Κρύο νερό πέφτει από πηγές και λούζει όλα μου τα μέλη. Ανατριχιάζω. Σιωπή. Ησυχία καθώς φιλάω τα βλέφαρά σου. Μπαίνει στο σαλόνι και γελάει γεμάτα και μιλάει πολύ και είναι τόσο παθιασμένη για τη ζωή και τόσο ζωντανή και τόσο δημιουργική και μετά μας χαιρετάει και πέφτει από λάθος. Δελφίνια τη συντροφεύουν και τις κάνουν ήχους. Δελφίνια και αετοί. Γιατί; Τόσο σκληρό το τέλος σου. Γιατί δεν πρόσεξες. Γιατί έφυγες πριν να μάθεις να πετάς κανονικά και να σβήσεις από τα χρόνια και όχι από τη φούρια.
Δεν μπορούσες να περιμένεις. Ήσουν ανυπόμονη γι’ αυτό δεν πρόσεξες τα ίδια σου τα λόγια: « Μην ανοίγετε τα παράθυρά σας είναι επικίνδυνο». Για ποιόν έγραψες γαμώτο αυτά τα λόγια. Για ποιόν. Οι άλλοι τα άκουσαν, εσύ; Εσύ άκουσες τα λόγια σου; Άκουσες τη φωνή και το γραπτό που σε προειδοποιούσε ή αδιαφόρησες. Πίστεψες ότι εσύ ξέρεις επειδή εσύ τα έγραψες σημαίνει ότι εσύ δεν διατρέχεις κίνδυνο. Όποιος γνωρίζει ίσως κινδυνεύει περισσότερο. Οι άλλοι ακολουθούν τις οδηγίες του εκείνος όμως…Δεν ακολούθησες δεν προφυλάχτηκες, δεν προστατεύτηκες, μόνο να προστατεύεις ήξερες. Γιατί δεν προστάτεψες τον εαυτό σου. Του το χρωστούσες.